- προτεταγμένην
- προτάσσωplaceperf part mp fem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στόμωμα — το, ΝΑ [στομῶ, ώνω] νεοελλ. άμβλυνση, απώλεια τής οξύτητας κοφτερού ή αιχμηρού οργάνου αρχ. 1. στόμιο, άνοιγμα 2. η σκλήρυνση σιδήρου, η χαλύβδωση, το ατσάλωμα 3. μέταλλο που έχει στομωθεί, που έχει καταστεί σκληρό με τη διαδικασία τής στόμωσης,… … Dictionary of Greek